- πλεόναζον
- πλεονάζωto be moreimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)πλεονάζωto be moreimperf ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλεονάζον — πλεονάζω to be more pres part act masc voc sg πλεονάζω to be more pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… … Dictionary of Greek
οβελός — ο (ΑΜ ὀβελός, Α δωρ. τ. ὀβελός, θεσσ. τ. ὀβελλός) 1. σιδερένια ή ξύλινη λεπτή, αιχμηρή και επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία ψήνονται, αφού διαπεραστούν, τεμάχια κρέατος ή και ολόκληρα σφάγια, η σούβλα 2. μικρή οριζόντια γραμμή ( ) ή βέλος με το… … Dictionary of Greek
πλεόνασμα — το, ΝΑ [πλεονάζω] 1. αυτό που περισσεύει από κάποια ποσότητα, το πλεονάζον («πλεόνασμα ισοζυγίου πληρωμών») 2. περίσσευμα παραγωγής νεοελλ. 1. (με ειδική σημ.) (οικον.) η ποσότητα τού αγαθού που παράχθηκε και δεν διατέθηκε 2. φρ. α) «πλεόνασμα… … Dictionary of Greek
υπερπολάζω — Α πλημμυρίζω («ἐπειδὴ δὲ ὑπερεπόλασεν ἡ ἐντός, βιάσασθαι καὶ ἀπερᾱσαι τὸ πλεονάζον», Στράβ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την πρόθεση ὑπέρ, πιθ. κατά το ρ. ἐπι πολάζω «πλημμυρίζω» (< ἐπιπολή)] … Dictionary of Greek
υποαπασχόληση — η, Ν [υποαπασχολούμαι] 1. (κοινων.) απασχόληση τής εργατικής δύναμης τών εργαζομένων για διάστημα μικρότερο από το κανονικό ωράριο και κατά τρόπο μη συστηματικό, με ανάλογο περιορισμό τών αποδοχών («τα δύο τελευταία χρόνια παρουσίασε αύξηση και η … Dictionary of Greek